- ἀποτύπωσις
- ἀποτύπωσιςimpressionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποτυπώσει — ἀποτύπωσις impression fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποτυπώσεϊ , ἀποτύπωσις impression fem dat sg (epic) ἀποτύπωσις impression fem dat sg (attic ionic) ἀποτυπόομαι aor subj act 3rd sg (epic) ἀποτυπόομαι fut ind mid 2nd sg ἀποτυπόομαι fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυπώσεις — ἀποτύπωσις impression fem nom/voc pl (attic epic) ἀποτύπωσις impression fem nom/acc pl (attic) ἀποτυπόομαι aor subj act 2nd sg (epic) ἀποτυπόομαι fut ind act 2nd sg ἀποτυπόω impress aor subj act 2nd sg (epic) ἀποτυπόω impress fut ind act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτύπωσιν — ἀποτύπωσις impression fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτύπωση — η (Α ἀποτύπωσις) η εντύπωση, η διατήρηση στη μνήμη νεοελλ. 1. η εκτύπωση 2. μέθοδος διακόσμησης στην αγγειοπλαστική 3. το σύνολο των μετρήσεων που εκτελούνται κατά τη χαρτογράφηση μιας περιοχής … Dictionary of Greek
ՏՊԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0893 Chronological Sequence: 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c գ. τύπωσις, ἁποτύπωσις, διατύπωσις, τύπος եւ այլն. Տպաւորելն եւ իլն. իրն տպաւորեալ. տիպ. կնիք. նմանութիւն. պատկեր. ձեւ. օրինակ. *Սկիզբն առնէ այլոց աստուածազանագոյն տպաւորութեանց. Փիլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἀποτυπώσεως — ἀποτυπώσεω̆ς , ἀποτύπωσις impression fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)